ομιχλοειδης

ομιχλοειδης
    ὁμιχλοειδής
    2
    Epicur. = ὁμιχλώδης См. ομιχλωδης

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ομιχλοειδης" в других словарях:

  • ομιχλοειδής — ὀμιχλοειδής και ὁμιχλοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με ομίχλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμίχλη + συνδετικό φωνήεν ο + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • ὀμιχλοειδέσι — ὀμιχλοειδής mist like masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομίχλη — Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»